ombrageux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ombrageux | ombrageux |
θηλυκό | ombrageuse | ombrageuses |
Επίθετο[επεξεργασία]
ombrageux (fr)
- (για ζώα) φοβιτσιάρης
- καχύποπτος, ανήσυχος