omerta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

omerta < (άμεσο δάνειο) ιταλική omertà, διαλεκτική μορφή του umiltà (ταπεινοφροσύνη)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

omerta (fr) θηλυκό