omnivore
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]omnivore (en)
- παμφάγο (ζώο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]omnivore (fr) αρσενικό ή θηλυκό
omnivore (en)
omnivore (fr) αρσενικό ή θηλυκό