on occasion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
on occasion (en)
- περιστασιακά
- ↪ We had, on occasion, some differences of points of view.
- Είχαμε, περιστασιακά, κάποιες διαφορές απόψεων.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occasionally
- ↪ We had, on occasion, some differences of points of view.