on the spot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

on the spot < → δείτε τις λέξεις on, the και spot

Έκφραση[επεξεργασία]

on the spot (en)

  1. (ιδιωματισμός) επί τόπου, επιτόπου, στο ίδιο μέρος, στον ίδιο τόπο
    The central facilities will be supplied by energy that will be produced on the spot.
    Οι κεντρικές εγκαταστάσεις θα τροφοδοτούνται από ενέργεια που θα παράγεται επί τόπου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη on site
  2. (ιδιωματισμός) επί τόπου, επιτόπου, την ίδια στιγμή, αμέσως
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη immediately