on the spot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
on the spot (en)
- (ιδιωματισμός) επί τόπου, επιτόπου, στο ίδιο μέρος, στον ίδιο τόπο
- (ιδιωματισμός) επί τόπου, επιτόπου, την ίδια στιγμή, αμέσως
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη immediately