Μετάβαση στο περιεχόμενο

on top

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
on top <  δείτε τις λέξεις on και top

Έκφραση

[επεξεργασία]

on top (en)

  • (ιδιωματισμός) από πάνω, στο υψηλότερο σημείο ή επιφάνεια
      The dictionary is on top.
    Το λεξικό είναι πάνω.
      What should I wear on top?
    Τι να φορέσω από πάνω;

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]