Μετάβαση στο περιεχόμενο

onanisme

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
onanisme < Onan, Αυνάν

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
onanisme onanismes

onanisme (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]