onanisme
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
onanisme | onanismes |
onanisme (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
onanisme | onanismes |
onanisme (fr) αρσενικό