once in a while
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]once in a while (en) (χωρίς παραθετικά)
- (ιδιωματισμός) κάθε τόσο
The officer appears once in a while.
- Ο αξιωματικός κάθε τόσο εμφανίζεται.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occasionally