oncial

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

oncial < λατινική uncialis (ένα δωδέκατο (του ποδιού), μήκος που ισοδυναμεί με την ίντσα])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɔ̃.sjal/

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό oncial oncials
θηλυκό onciale onciales

oncial (fr)

  • σχετικός με το μεγαλογράμματο είδος γραφής που χρησιμοποιεί ευδιάκριτα στρογγυλευμένα κεφαλαία γράμματα, συνήθως για τους τίτλους κεφαλαίων

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
oncial oncials

oncial (fr) θηλυκό

  • η ίδια η μεγαλογράμματη γραφή

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • onciale στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια