onduleur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
onduleur onduleurs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

onduleur (fr) αρσενικό

  1. συσκευή που μετατρέπει το συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα σε εναλλασσόμενο
  2. (κατ’ επέκταση) συσκευή που επιτρέπει τη συνεχή τροφοδότηση σε ηλεκτρικό ρεύμα σε περίπτωση διακοπής ή βλάβης

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη onde