onduleur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
onduleur | onduleurs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]onduleur (fr) αρσενικό
- συσκευή που μετατρέπει το συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα σε εναλλασσόμενο
- (κατ’ επέκταση) συσκευή που επιτρέπει τη συνεχή τροφοδότηση σε ηλεκτρικό ρεύμα σε περίπτωση διακοπής ή βλάβης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη onde