Μετάβαση στο περιεχόμενο

one-time

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
one-time < one + time

Επίθετο

[επεξεργασία]

one-time (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό, χωρίς παραθετικά)

  1. πρώην
      Mr. A, one-time principal of the local school…
    Ο κ. Α, πρώην διευθυντής του τοπικού σχολείου…
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη former
  2. εφάπαξ
      τhe one-time payment of the tax
    η εφάπαξ πληρωμή του φόρου
     συνώνυμα: one-off