one by one
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]one by one (en)
- (ιδιωματισμός) ένας-ένας, χωριστά και με σειρά
- ↪ They went it one by one.
- Μπήκαν μέσα ένας-ένας.
- ↪ They went it one by one.
Πηγές
[επεξεργασία]- one (idioms): one by one - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 289. ISBN 9780194325684., λήμμα: ένας