Μετάβαση στο περιεχόμενο

ongoing

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ongoing < on + going

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɒŋˌɡəʊ.ɪŋ/ και /ˌɒŋˈɡəʊ.ɪŋ/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈɑːnˌɡoʊ.ɪŋ/ (ΗΠΑ)
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

ongoing (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ongoing ongoings

ongoing (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ongoing (en)