onomatopée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
onomatopée | onomatopées |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]onomatopée (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
onomatopée | onomatopées |
onomatopée (fr) θηλυκό