ontologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ontologique | ontologiques |
Επίθετο[επεξεργασία]
ontologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
ontologique | ontologiques |
ontologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό