onyx
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]onyx (en)
- ο όνυχας (ημιπολύτιμος λίθος)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]onyx (fr) αρσενικό
onyx (en)
onyx (fr) αρσενικό