oomph
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- (ανεπίσημο) η ζωηρότητα, ζωή και ενέργεια
- ↪ His movements, his look, and the way he spoke had an impressive oomph for his age.
- Οι κινήσεις του, το βλέμμα του και ο τρόπος που μιλούσε είχαν μια ζωηρότητα εντυπωσιακή για την ηλικία του.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness
- ↪ His movements, his look, and the way he spoke had an impressive oomph for his age.