oomph

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

oomph (en) (μη μετρήσιμο)

  • (ανεπίσημο) η ζωηρότητα, ζωή και ενέργεια
    His movements, his look, and the way he spoke had an impressive oomph for his age.
    Οι κινήσεις του, το βλέμμα του και ο τρόπος που μιλούσε είχαν μια ζωηρότητα εντυπωσιακή για την ηλικία του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness

Πηγές[επεξεργασία]