opérateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
opérateur | opérateurs |
opérateur (fr) αρσενικό
- ο χειριστής
- (μαθηματικά) ο τελεστής
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη opérer