opératoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
opératoire | opératoires |
Επίθετο[επεξεργασία]
opératoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- bloc opératoire: αίθουσα χειρουργείου
- mode opératoire: τρόπος λειτουργίας, κατάλογος των εργασιών που πρέπει να πραγματοποιηθούν για την επίτευξη ενός στόχου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη opérer