opératoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
opératoire opératoires

Επίθετο[επεξεργασία]

opératoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. χειρουργικός
  2. λειτουργικός

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη opérer