opakowanie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική opakowanie opakowania
γενική opakowania opakowań
δοτική opakowaniu opakowaniom
αιτιατική opakowanie opakowania
οργανική opakowaniem opakowaniami
τοπική opakowaniu opakowaniach
κλητική opakowanie opakowania

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

opakowanie (pl) ουδέτερο

  1. η συσκευασία
    różne rodzaje opakowań - διάφορα είδη συσκευασίας
    tajemniczości i elegancji każdemu prezentowi doda opakowanie - η συσκευασία προσθέτει μυστήριο και κομψότητα σε κάθε δώρο