opalescence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
opalescence opalescences

opalescence (fr) θηλυκό


Συγγενικά

[επεξεργασία]