open-ended
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈəʊp(ə)nˈɛndɪd/
Επίθετο[επεξεργασία]
open-ended (en)
- ανοιχτός, αδιευκρίνιστος
- χωρίς προσυμφωνημένη λήξη, ευέλικτος
- (για ερώτηση) χωρίς περιορισμό, δεκτικός