opener
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
opener | openers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]opener (en)
- το ανοιχτήρι
- ⮡ a can opener - ανοιχτήρι για κονσέρβες
ενικός | πληθυντικός |
opener | openers |
opener (en)