Μετάβαση στο περιεχόμενο

opener

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
opener openers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
opener < open + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

opener (en)