opening

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈəʊ.pən.ɪŋ/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈoʊp.nɪŋ/ (ΗΠΑ)
 
 

Επίθετο[επεξεργασία]

opening (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ο αρχικός, ο πρώτος
    The opening sentence was so interesting that it made me want to read the rest of the article.
    Η αρχική (θεματική) πρόταση ήταν τόσο ενδιαφέρουσα που με έκανε να θέλω να διαβάσω και το υπόλοιπο άρθρο.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
opening openings

opening (en)

  1. τα εγκαίνια, ο εγκαινιασμός
  2. η έναρξη
    We watched the opening ceremony of the Olympic Games with my friends.
    Παρακολουθήσαμε την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων με τους φίλους μου.
  3. κάτι που είναι ανοιχτό, η τρύπα σε κάτι
     συνώνυμα: crevice, gap, hole
  4. το διάστημα, το διάκενο, η αόριστη ή συγκεκριμένη τοπική διάσταση
    the opening of a meter/kilometer - το διάστημα ενός μέτρου/χιλιομέτρου
    I am filling the openings between the stones with cement.
    Γεμίζω τα διάκενα στις πέτρες με τσιμέντο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη space
  5. η κενή θέση
    1. ο διαθέσιμος χρόνος σε ένα πρόγραμμα
       συνώνυμα: availability, slot
    2. μια ελεύθερη θέση εργασίας, το κενό
       συνώνυμα: job opening, job opportunity, vacancy
  6. η ευκαιρία
  7. (μαθηματικά) άνοιγμα, διαδικασία opening: erosion (διάβρωση) που ακολουθείται από dilation (διαστολή)
    ΚΛΑΔΟΣ: μαθηματική μορφολογία

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

opening (en)

Πηγές[επεξεργασία]

  • opening - Cambridge Dictionary online