operable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός operable
συγκριτικός more operable
υπερθετικός most operable

Επίθετο

[επεξεργασία]

operable (en)

  1. λειτουργικός
  2. χειρουργήσιμος, εγχειρήσιμος
    The patient was considered operable.
    Ο ασθενής κρίθηκε εγχειρήσιμος.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]