Μετάβαση στο περιεχόμενο

operating

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

operating (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (λογιστική) λειτουργικός, για λογιστικά γεγονότα
      other operating income/expenses - λοιπά λειτουργικά έσοδα/έξοδα
      The operating costs of the apartment building include utilities such as natural gas, electricity, water, heating, air conditioning, etc.
    Τα λειτουργικά έξοδα της πολυκατοικίας περιλαμβάνουν υπηρεσίες κοινής ωφέλειας όπως φυσικό αέριο, ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, θέρμανση, κλιματισμός κτλ.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

operating (en)