operating
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]operating (en) (χωρίς παραθετικά)
- (λογιστική) λειτουργικός, για λογιστικά γεγονότα
- ⮡ other operating income/expenses - λοιπά λειτουργικά έσοδα/έξοδα
- ⮡ The operating costs of the apartment building include utilities such as natural gas, electricity, water, heating, air conditioning, etc.
- Τα λειτουργικά έξοδα της πολυκατοικίας περιλαμβάνουν υπηρεσίες κοινής ωφέλειας όπως φυσικό αέριο, ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, θέρμανση, κλιματισμός κτλ.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]operating (en)