ophtalmique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɔf.tal.mik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ophtalmique | ophtalmiques |
ophtalmique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
ophtalmique | ophtalmiques |
ophtalmique (fr) αρσενικό ή θηλυκό