ophtalmologue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ophtalmologue | ophtalmologues |
ophtalmologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα, ιατρική) ο/η οφθαλμίατρος, ο/η οφθαλμολόγος