opportune

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός opportune
συγκριτικός more opportune
υπερθετικός most opportune

Επίθετο[επεξεργασία]

opportune (en)

  1. κατάλληλος, που ταιριάζει σε κάτι ή που εξυπηρετεί κάποιον
    When I find the opportune chance, I will speak with him.
    Όταν βρω την κατάλληλη ευκαιρία θα του μιλήσω.
    Saturday is the most opportune day for shopping.
    Tο Σάββατο είναι η πιο κατάλληλη μέρα για ψώνια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη suitable
  2. επίκαιρος, σε κατάλληλη και βολική στιγμή
    an opportune intervention - επίκαιρη παρέμβαση
    You have come at a very opportune moment.
    Έρχεσαι σε πολύ κατάλληλη στιγμή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη timely

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 322, 425. ISBN 9780194325684. , λήμμα: επίκαιρος, κατάλληλος