opprobre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- opprobre < λατινική opprobrium
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
opprobre | opprobres |
opprobre (fr)
- η αισχύνη
- ο εξευτελισμός, η ταπείνωση, η ατίμωση, το όνειδος