optimist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]optimist (ro) αρσενικό
- ο οπτιμιστής, ο αισιόδοξος
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του optimist
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un optimist | optimistul | nişte optimiști | optimiștii |
γενική | a unui optimist | optimistului | a unor optimiști | optimiștilor |
δοτική | a unui optimist | optimistului | a unor optimiști | optimiștilor |
αιτιατική | un optimist | optimistul | nişte optimiști | optimiștii |
κλητική | — | - | — | - |