option
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
option | options |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
option (en)
- η επιλογή
- (πληροφορική) επιλογή ή όρος που εξειδικεύει εντολή
- ※ ... use
IF NOT EXISTS
option to create a new table if it does not exist. Attempting to create a table that already exists without using theIF NOT EXISTS
option will result in an error. [1]- ... χρησιμοποιήστε τον όρο
IF NOT EXISTS
για να δημιουργήσετε έναν νέο πίνακα εάν δεν υπάρχει. Προσπάθεια δημιουργίας ενός πίνακα ο οποίος ήδη υπάρχει χωρίς τη χρήση του όρουIF NOT EXISTS
θα καταλήξει σε σφάλμα.
- ... χρησιμοποιήστε τον όρο
- ※ ... use
- (επιστήμη υπολογιστών) (command-line option) συνώνυμο του flag (παράμετρος εντολής)
- ※ The
--help
option will give more information about any commands and options. (Flask documentation) [2]- Η παράμετρος εντολής
--help
θα δώσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με οποιεσδήποτε εντολές και επιλογές.
- Η παράμετρος εντολής
- ※ The
- (οικονομία, νομικός όρος) → δείτε τη λέξη η οψιόν (από τα γαλλικά)
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ (αγγλικά) SQLite Create Table, Πρόσβαση:2020-01-17
- ↑ (αγγλικά) Command Line Interface. Πρόσβαση 2020-10-03.
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
option | options |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
option (fr) θηλυκό
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Πληροφορική (αγγλικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αγγλικά)
- Επιστήμη υπολογιστών (αγγλικά)
- Οικονομία (αγγλικά)
- Νομικοί όροι (αγγλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)