optymistka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
optymistka (pl) < optymizm (pl)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
optymistka (pl) θηλυκό