oracle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
oracle < παλαιά γαλλική oracle

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oracle (en)

  1. το μαντείο
  2. ο μάντης
  3. ο χρησμός, η μαντεία

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
oracle < λατινική oraculum

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
oracle oracles

oracle (fr) αρσενικό