oracle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- oracle < παλαιά γαλλική oracle
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]oracle (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
oracle | oracles |
oracle (fr) αρσενικό