oranĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oranĝo | oranĝoj |
αιτιατική | oranĝon | oranĝojn |
oranĝo (eo)
- το πορτοκάλι