orangerie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
orangerie | orangeries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
orangerie (fr) θηλυκό
- θερμοκήπιο για πορτοκαλιές
- μέρος κήπου όπου βάζουν τις πορτοκαλιές όταν ο καιρός είναι καλός