orangerie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
orangerie orangeries

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

orangerie (fr) θηλυκό

  1. θερμοκήπιο για πορτοκαλιές
  2. μέρος κήπου όπου βάζουν τις πορτοκαλιές όταν ο καιρός είναι καλός

Δείτε επίσης[επεξεργασία]