orchestré

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
TEST


Δείτε επίσης: orchestre

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό orchestré orchestrés
θηλυκό orchestrée orchestrées

Ετυμολογία [επεξεργασία]

orchestré < ρήμα orchestrer

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɔʁ.kɛs.tʁe/

Μετοχή[επεξεργασία]

orchestré (fr) αρσενικό