Μετάβαση στο περιεχόμενο

ordalie

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ordalie < αρχαία αγγλική ordâl < μεσαιωνική λατινική ordalium, « κρίση »

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ordalie ordalies

ordalie (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]