ordem
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ordem | ordens |
ordem (pt) θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- às ordens, meu capitão! - στας διαταγάς σας, λοχαγέ μου!