ordem

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
ordem ordens

ordem (pt) θηλυκό

  1. η τάξη
  2. η διαταγή

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • às ordens, meu capitão! - στας διαταγάς σας, λοχαγέ μου!