ordenador
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ordenador | ordenadores |
ordenador (es) αρσενικό
- ο (ηλεκτρονικός) υπολογιστής, ο κομπιούτερ