ordinário
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ordinário | ordinários |
θηλυκό | ordinária | ordinárias |
ordinário (pt)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ordinário | ordinários |
θηλυκό | ordinária | ordinárias |
ordinário (pt)