Μετάβαση στο περιεχόμενο

ordon-

Από Βικιλεξικό

Εσπεράντο (eo)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ordon- < γαλλική ordonner

ordon- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: διατάζω

Παράγωγα

[επεξεργασία]