ordonnateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ordonnateur | ordonnateurs |
θηλυκό | ordonnatrice | ordonnatrices |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ordonnateur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ordonnateur | ordonnateurs |
θηλυκό | ordonnatrice | ordonnatrices |
ordonnateur (fr)