orfèvrerie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- orfèvrerie < orfèvre
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
orfèvrerie | orfèvreries |
orfèvrerie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
orfèvrerie | orfèvreries |
orfèvrerie (fr) θηλυκό