orfo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | orfo | orfoj |
αιτιατική | orfon | orfojn |
orfo (eo)
- ο ορφανός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | orfo | orfoj |
αιτιατική | orfon | orfojn |
orfo (eo)