Μετάβαση στο περιεχόμενο

organizer

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
organizer organizers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
organizer < organize + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

organizer (en)

  1. ο οργανωτήςοργανώτρια, ο διοργανωτήςδιοργανώτρια
  2. ατζέντα
     συνώνυμα: agenda