organizer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
organizer | organizers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
organizer (en)
- ο οργανωτής/η οργανώτρια, ο διοργανωτής/η διοργανώτρια
- ατζέντα