orienté

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό orienté orientés
θηλυκό orientée orientées

Επίθετο

[επεξεργασία]

orienté (fr)

  1. προσανατολισμένος
  2. (μεταφορικά) που εμφανίζει μια ιδεολογική τάση
    un livre d'histoire fortement orienté - ένα βιβλίο ιστορίας που εκφράζει μια έντονη ιδεολογική τάση
  3. κατευθυνόμενος

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη orienter