orientable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- orientable < orienter
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
orientable | orientables |
orientable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- περιστρεφόμενος, που μπορεί να περιστραφεί
- antenne orientable - περιστρεφόμενη κεραία
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη orienter