orientable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

orientable < orienter

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
orientable orientables

orientable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. περιστρεφόμενος, που μπορεί να περιστραφεί
    antenne orientable - περιστρεφόμενη κεραία

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη orienter