orienteur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| orienteur | orienteurs |
orienteur (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) όργανο που επιτρέπει την ανάγνωση του προσανατολισμού ενός τόπου
- (στρατιωτικός όρος) officier orienteur - αξιωματικός που διευθύνει τις κινήσεις μιας ομάδας
- orienteur (professionnel) - σύμβουλος για τον επαγγελματικό ή παιδαγωγικό προσανατολισμό