orignal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
orignal | orignaux |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
orignal (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) η άλκη
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
orignal | orignaux |
orignal (fr) αρσενικό